- γαριά
- η [γάρος]η λίγδα, η βρομιά στα ρούχα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γαριάζω — και γαρίζω (Μ γαρίζω) 1. λερώνω, λιγδιάζω («τό γάριασες το πουκάμισο») 2. (αμτβ., για ενδύματα κυρίως λευκά) παίρνω χρώμα κιτρινωπό από το κακό πλύσιμο, γανιάζω 3. μελανιάζω απ το κλάμα, γανιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γαριάζω < γάρος ή < γαριά και… … Dictionary of Greek
γαριερός — ή, ό [γαριά] (για ρούχα) ο ακάθαρτος … Dictionary of Greek